καλοπληρωτής

καλοπληρωτής
ο
1) тот, кто хорошо, щедро оплачивает, вознаграждает; 2) тот, кто аккуратно выплачивает свои долги

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καλοπληρωτής" в других словарях:

  • καλοπληρωτής — ο αυτός που πληρώνει τα χρέη του χωρίς δυστροπία: Όλοι του δανείζουν, γιατί είναι καλοπληρωτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπληρωτής — και καλοπλερωτής, ο 1. αυτός που εξοφλεί τα χρέη του στην καθορισμένη προθεσμία χωρίς δυστροπία 2. αυτός που αμείβει καλά εκείνους που εργάζονται για λογαριασμό του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»